Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Η Ηώς και τα ηλιοτρόπια





Ήταν κάποτε ένα κοριτσάκι που το έλεγαν Ηώ. Η Ηώς γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης τις πρώτες πρωινές ώρες μια ηλιόλουστης, ανοιξιάτικης μέρας και οι γονείς της της έδωσαν αυτό το όνομα από την αρχαία θεά του πρωινού φωτός. Η αρχαία Ηώς ήταν αδερφή του θεού Ήλιου και της Σελήνης και οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως εκείνη άνοιγε τον δρόμο του Ήλιου κάθε πρωί και έραινε τη γη με ροδοπέταλα και ροδόσταμο. Γι’ αυτό και θαύμαζαν την αυγή με το ρόδινο χρώμα της και απολάμβαναν όλοι την πρωινή δροσούλα. Από αυτήν τη θεά της ελληνικής μυθολογίας, λοιπόν, πήρε το όνομά της και η κατάξανθη μικρούλα που γεννήθηκε εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό στο Ηράκλειο.


Δεν είχε όμως μόνο το όνομα η Ηώ, είχε και τη χάρη! Όσο τα χρόνια περνούσαν, γινόταν ένα πανέμορφο, ήσυχο κοριτσάκι, με ξανθά μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Είχε τη συνήθεια να ξυπνά πάντα νωρίς το πρωί, λίγο πριν την ανατολή του ήλιου, και να ζωγραφίζει μπροστά από το ανοιχτό παράθυρο του δωματίου της πανέμορφα ηλιοτρόπια. Μόνο που αντί για τον ήλιο, τα ηλιοτρόπια της Ηώς ακολουθούσαν τη δική της διάθεση. Έτσι, άλλες φορές τα ηλιοτρόπιά της ήταν θλιμμένα, καμπουριασμένα με σκυμμένα προσωπάκια, άλλες ήταν χαρούμενα, γεμάτα ζωντάνια και τίναζαν τα κεφαλάκια τους προς τον ουρανό.  Η μαμά της είχε φυλάξει τις ζωγραφιές της σε άλμπουμ ανά ηλικία. Όμως η Ηώ, ποτέ δεν ξανακοίταγε τις παλιές ζωγραφιές της. Κάθε πρωί έκανε μια καινούρια ζωγραφιά και πάντα με θέμα τα ηλιοτρόπια.

Ήταν πια πολύς καιρός από τότε που η Ηώ είχε να ζωγραφίσει χαρούμενο και ευδιάθετο ηλιοτρόπιο. Οι ζωγραφιές στο άλμπουμ είχαν αρχίσει να συζητούν μεταξύ τους για την κατάσταση του κοριτσιού και όλες ανησυχούσαν. Αλλά έτσι που η Ηώ δεν τις ξανακοιτούσε ποτέ, δεν είχαν την ευκαιρία να της μιλήσουν και να τη ρωτήσουν τι τρέχει. 


Επειδή όμως όλα τα ηλιοτρόπια αγαπούσαν εκτός από τον ήλιο και την Ηώ και δεν ήθελαν να σκύβουν το κεφάλι αμίλητα, μπροστά στη στενοχώρια της, αποφάσισαν να… συνωμοτήσουν με τους μαρκαδόρους της για να δούνε τι συνέβαινε. Έτσι, ένα φθινοπωρινό πρωινό που η Ηώ σηκώθηκε από το κρεβάτι της, έκατσε μπροστά στο παράθυρό της και ξεκίνησε να ζωγραφίζει, ένας κίτρινος μαρκαδόρος ήταν αυτός που πήρε την πρωτοβουλία να μιλήσει ξεκάθαρα στη μικρή του φίλη.
-Καλημέρα, Ηώ!, της είπε με την ψιλή φωνούλα του.
-Καλημέρα, μαρκαδόρε!, του απάντησε εκείνη λες και συνέβαινε το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο! Λες και όλα τα παιδιά πιάνουν καθημερινά κουβέντα με τους μαρκαδόρους τους!
-Πώς είσαι σήμερα, ηλιοστάλαχτη κυρά μου;

Η Ηώ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα και δεν απάντησε. Συνέχισε να ετοιμάζεται ανοίγοντας το μπλοκ ζωγραφικής της. Ο μαρκαδόρος όμως επέμεινε.
-Τι τρέχει, ηλιογέννητη μικρούλα μου; Δεν θα πεις στον καλό σου φίλο; Πάει πολύς καιρός που όλα τα ηλιοτρόπιά σου είναι θλιμμένα και κακόκεφα. Οι ζωγραφιές στο άλμπουμ έχουν ανησυχήσει πολύ και τα ηλιοτρόπια κλαίνε με κίτρινο δάκρυ κάθε μέρα. Τι συμβαίνει, δε θα μου πεις;
Η Ηώ ζωγράφιζε ήδη άλλο ένα μαραμένο ηλιοτρόπιο και, χωρίς να σταματήσει, είπε στον μαρκαδόρο:
-Βαριέμαι.
-Πώς; Είναι δυνατόν; Εμείς είμαστε εδώ για σένα κάθε στιγμή κι εσύ «βαριέσαι»; Γι’ αυτό κατσουφιάζεις ένα ένα τα κακόμοιρα τα ηλιοτρόπια και κοντεύουν να σκάσουν από τη στενοχώρια τους;, απόρησε ο μαρκαδόρος σχηματίζοντας ένα τεράστιο θαυμαστικό στο μπλοκ από την έκπληξή του.
-Βαριέμαι, σου λέω! Είμαι όλη μέρα μόνη μου. Η μαμά δουλεύει πολύ. Ο μπαμπάς λείπει όλη μέρα. Το σχολείο κρατά λίγο κι εγώ βα – ριέ – μαι! ΒΑΡΙΕΜΑΙ, το καταλαβαίνεις;, φώναξε η Ηώ μουντζουρώνοντας με μανία το ηλιοτρόπιό της, το οποίο, σοκαρισμένο, μάζεψε όλα τα πεταλάκια του έγινε ένα ηλιοκαμένο κουβαράκι.

-Και σαν τι θα ‘θελες να κάνεις για να μη βαριέσαι, δηλαδή;
Η Ηώ δεν απάντησε. Έκλεισε το μπλοκ της και έφυγε.
Πέρασε σχεδόν ένας μήνας, όταν η μαμά, μαζεύοντας τις ζωγραφιές της κόρης της για να τις φυλάξει, παρατήρησε ότι τα ηλιοτρόπια του τελευταίου καιρού ήταν όλα γερμένα προς τα κάτω και μάλιστα κάθε μέρα κατσούφιαζαν και περισσότερο. Ανησύχησε. Τι να συνέβαινε στην κόρη της; Άνοιξε το άλμπουμ με το καλλιγραφικό «6» στο εξώφυλλο και κοίταξε από την αρχή του. Όλα τα ηλιοτρόπια ήταν στενοχωρημένα και σε κάθε φύλλο που γυρνούσε τα χρώματα σκοτείνιαζαν όλο και πιο πολύ. Ταράχτηκε η μαμά. Άρχισε να τα παρατηρεί πολλή ώρα το καθένα, σαν να ήθελε να καταλάβει τι έκρυβε η κόρη της. «Τι είναι; Τι θες να μου πεις, Ηώ;» αναρωτιόταν από μέσα της.

Ώσπου σε κάποιο φύλλο παρατήρησε στο βάθος της ζωγραφιάς δύο μεγάλα ίσια ηλιοτρόπια και μπροστά ένα μικρό στενοχωρημένο ηλιοτρόπιο που έκλαιγε τους ηλιόσπορούς του. Η μαμά άρχισε να καταλαβαίνει τι συνέβαινε. Γύρισε δυο ακόμα φύλλα από το ζωγραφικό ημερολόγιο της Ηώς και είδε το μικρό στενοχωρημένο ηλιοτρόπιο να κρατιέται φυλλαράκι φυλλαράκι με ένα άλλο μικρό ηλιοτρόπιο, αχνό, σχεδόν άχρωμο. Γύρισε ακόμα μια σελίδα και είδε ότι το μικρό στενοχωρημένο ηλιοτρόπιο δεν ήταν πια στενοχωρημένο, αλλά τίναζε το κεφαλάκι του προς τον ήλιο και το αχνό ηλιοτροπιάκι είχε αρχίσει να παίρνει χρώμα. Και στην επόμενη σελίδα το ίδιο! Το μικρό ηλιοτρόπιο δεν ήταν πια κατσουφιασμένο, είχε αρχίσει σιγά σιγά να σηκώνει το κεφαλάκι του και να κρατιέται φυλλαράκι φυλλαράκι με το άλλο, το αχνό ηλιοτροπιάκι που όσο γυρνούσαν οι σελίδες όλο και μεγάλωνε και ζωήρευε. 
Η μαμά χαμογέλασε ανακουφισμένη. Γύρισε πίσω τις σελίδες και κοίταξε την ημερομηνία της πρώτη ζωγραφιάς με το μικρό χαρούμενο ηλιοτρόπιο και το σχεδόν άχρωμο ηλιοτροπιάκι. Έγραφε 23 Νοεμβρίου και ήταν η ημέρα που ανακοίνωσαν στην Ηώ ότι μετά από μερικούς μήνες θα αποκτούσε ένα αδερφάκι.




Δεν υπάρχουν σχόλια: