Καιρός είναι να σας γνωρίσω έναν ακόμα φίλο μου
που από μικρό παιδάκι ήθελε να γίνει κλόουν. Πάντα ντυνόταν με χρωματιστά
ρούχα, φορούσε μια κόκκινη μύτη και μια καταπράσινη περούκα και έκανε τα παιδιά
της γειτονιάς του να ξεκαρδίζονται στα γέλια. Τέτοιο ήταν το κόλλημά του, που,
να φανταστείτε, κανείς δεν τον φώναζε με το όνομά του και όλοι τον έλεγαν
σκέτο: «κλόουν». Τώρα πια, αυτό είναι το όνομά του και το βαφτιστικό… το ‘χουμε
εντελώς ξεχάσει.
Όταν μεγάλωσε
ο καλός μου ο φίλος αποφάσισε να γίνει επαγγελματίας κλόουν. Κατάφερε να πιάσει
δουλειά σε μια εταιρία που αναλάμβανε παιδικά πάρτι και έκανε τα πιτσιρίκια να
χαίρονται και να διασκεδάζουν πάρα πολύ. Τελευταία όμως είναι πολύ
στενοχωρημένος γιατί πάνε κάμποσοι μήνες τώρα που έχασε εντελώς το κέφι του και
το αφεντικό του τον απέλυσε. Έτσι έχει μείνει χωρίς καθόλου δουλειά. Παρόλ’
αυτά, τη στολή του δεν την αποχωρίζεται ποτέ και περιμένει να δει πότε θα του
ξανάρθει το κέφι να κάνει πάλι αστεία και πειράγματα σαν καλός κλόουν που
είναι.
Κάποιο
βραδάκι καθόταν στο παγκάκι του πάρκου, κοντά στο σπίτι του και σκεφτόταν
κατσουφιασμένος ότι πρέπει να βρει μια δουλειά. Όμως δεν ήξερε τίποτα άλλο να
κάνει, παρά να είναι κλόουν. Σε όσες εταιρίες κι αν δοκίμασε την τύχη του
τελευταία, όλοι του είπαν το ίδιο πράγμα: «Είστε πολύ σοβαρός, κύριε, για τη
σοβαρή δουλειά του κλόουν! Δεν έχετε καθόλου κέφι και ό,τι κάνετε είναι για
κλάματα!». Αυτά σκεφτόταν κι αναστέναζε αμίλητος. Τότε να σου μια μεγάλη καφέ
κουκουβάγια μ’ ένα κασκόλ στον λαιμό που ήρθε και κούρνιασε στο απέναντι κλαδί
του δέντρου. Όμως οι αναστεναγμοί του φίλου μου ενοχλούσαν την κυρα-κουκουβάγια
και δεν την άφηναν να κλείσει μάτι! Έτσι λοιπόν κι εκείνη πέταξε στο παγκάκι,
γαντζώθηκε στην ξύλινη πλάτη του καθίσματος και είπε σιγανά:
-Καλησπέρα!
Καθώς ο φίλος
μου ήταν απορροφημένος στις σκέψεις του, ούτε που άκουσε την καημένη την
κουκουβάγια. Γι’ αυτό κι εκείνη ξερόβηξε και επανέλαβε δυνατότερα:
-Καλησπέρα!
-Καλησπέρα
και σε σένα! Με τρόμαξες, καλέ!, της είπε ο κλόουν ξαφνιασμένος.
-Σε βλέπω
τόση ώρα που ξεφυσάς και ήρθα να δω τι σου συμβαίνει. Πώς σε λένε;
-Τώρα… τι να
σου πω; Όλοι με φωνάζουν κλόουν, χρόνια τώρα.
-Χαίρω πολύ,
κλόουν! Εμένα με λένε Κάλλια Καλή, είπε η κουκουβάγια και ξανάβηξε.
-Είσαι
κρυωμένη, ε; είπε ο φίλος μου δείχνοντας με το χέρι του το κασκόλ της.
-Ναι, κάνει
αρκετό κρύο αυτό το διάστημα και πόνεσε λιγάκι ο λαιμός μου. Αλλά για πες μου
τώρα… τι σου συμβαίνει κι είσαι τόσο κατσούφης;
-Αααχχχ!
αναστέναξε εκείνος. Από μικρό παιδί είμαι κλόουν, εξήγησε έτοιμος να βάλει τα
κλάματα. Τόσα χρόνια κάνω τους άλλους να γελάνε με τα κατορθώματά μου μα τώρα
και κάμποσους μήνες λες και με βρήκε κάποια συμφορά και δεν μπορώ να κάνω ούτε
ένα αστείο! Το αφεντικό μου με απέλυσε κι έμεινα χωρίς δουλειά! Αλλά ούτε και
κανείς άλλος δέχεται να με προσλάβει γιατί, λέει, είμαι «πολύ σοβαρός για να
‘μαι κλόουν»!
-Τι άλλαξε,
δηλαδή, τους τελευταίους μήνες; τον ρώτησε η Κάλλια που είχε αρχίσει να τον
συμπαθεί πραγματικά.
-Τίποτα
ιδιαίτερο… Εξακολουθώ να κάνω ό,τι έκανα πάντα. Όταν γυρνούσα κουρασμένος από
τη δουλειά, καθόμουν στον καναπέ μου κι έβλεπα τηλεόραση. Το ίδιο κάνω και
τώρα. Καμιά αλλαγή. Δεν καταλαβαίνω πού εξαφανίστηκε το κέφι και η καλή μου
διάθεση…
-Και τι
βλέπεις στην τηλεόραση, να ‘χουμε και καλό ρώτημα; επέμεινε με νόημα η
κουκουβάγια.
-Παλιότερα,
παρακολουθούσα ταινίες, κυρίως κωμωδίες. Τώρα τελευταία όμως τα δελτία ειδήσεων
κρατούν περισσότερη ώρα κι έτσι, αναγκαστικά, βλέπω περισσότερη ώρα ειδήσεις.
Μετά, παρακολουθώ διάφορους πολιτικούς να τσακώνονται στα τηλεοπτικά παράθυρα,
δημοσιογράφους να ξεφωνίζουν κατακόκκινοι από τον θυμό τους, ανθρώπους να
διαμαρτύρονται για τα οικονομικά μέτρα και την οικονομική κρίση κι αυτό το
βιολί κρατάει όλο το βράδυ. Στη συνέχεια, δεν έχω καμιά όρεξη να δω τίποτε άλλο
γιατί… έχω κουραστεί από τους τηλεοπτικούς καβγάδες και το μόνο που θέλω είναι
να τα κλείσω όλα και να πάω να κοιμηθώ.
-Αυτό
είναι!!! είπε η Κάλλια και χτύπησε δυνατά τα φτερά της.
-Τι «αυτό
είναι!!!» και το λες και με τόσο ενθουσιασμό, καλέ; Τρελάθηκες; Εδώ σου λέω ότι
έχω πρόβλημα κι εσύ… πετάς απ’ τη χαρά σου;, τη μάλωσε ο κλόουν.
-Βρήκα τη
λύση στο πρόβλημά σου, ανόητε! Είναι εξαιρετικά απλό: θα κλείσεις την
τηλεόραση, ειδικά για τις ώρες που προβάλλονται δελτία ειδήσεων και την ώρα
αυτή θα βγαίνεις έξω για έναν περίπατο στον καθαρό αέρα ή θα διαβάζεις ένα καλό
βιβλίο ή θα πηγαίνεις επίσκεψη σε κάποιον φίλο σου ή θα έρχεσαι εδώ, να μου
κάνεις παρέα και να τα λέμε από κοντά! Κάνε τα όλα αυτά και θα δεις! Σε λίγο
καιρό το κέφι σου θα ‘χει επιστρέψει κι εσύ σύντομα θα ‘σαι ο παλιός, καλός
κλόουν που όλοι ξέρανε!
-Χμμμ… σαν…
σαν να μου φαίνεται καλή η ιδέα σου Κάλλια μου!, είπε ο φίλος μου όλος
ενθουσιασμό. Από σήμερα κιόλας, η τηλεόραση θα κλείσει και το σχέδιό σου θα
μπει σε εφαρμογή. Κάλλια μου, να σε φιλήσω!, της είπε βουτώντας την και
δίνοντάς της ένα σβουριχτό φιλί στο ράμφος. Έχουν δίκιο οι άνθρωποι που σε λένε
σοφή! Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια.
Η κουκουβάγια
άφησε ένα βραχνιασμένο «κουκουβάου» για «ευχαριστώ» και πέταξε στο κλαδί που
καθόταν νωρίτερα, για να κοιμηθεί.
Ο φίλος μου ο
κλόουν, από εκείνο το βράδυ, άρχισε τους περιπάτους και τις επισκέψεις σε
φίλους και, σιγά σιγά, η κατσουφιά έφυγε από το πρόσωπό του και ξαναβρήκε το
κέφι του. Και μαζί μ’ αυτό… ξαναβρήκε και τη δουλειά του. Δεν πέρασε πολύς
καιρός και ο φίλος μου ξαναζήτησε δουλειά σε μια εταιρία που αναλάμβανε παιδικά
πάρτι. Το νέο του αφεντικό μάλιστα ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένο ακούγοντας τα
σχόλια όλων των παιδιών που μόνο εκείνον ζητούσαν για τις γιορτές τους και
αποφάσισε να του κάνει αύξηση.
Επειδή όμως ο φίλος μου δεν είναι και κανένας
αχάριστος, κάθε Παρασκευή βράδυ παίρνει ένα σακουλάκι σπόρια, πηγαίνει στο
πάρκο και κάθεται με την καλή του φίλη, την κυρία Καλή και λένε τα νέα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου